Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών διαταραχών είναι το αν το άτομο καταφεύγει σε μεθόδους εκκένωσης (πχ. πρόκληση εμετού, χρήση καθαρτικών), μετά την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας φαγητού. Η συναισθηματική υπεργαφία δεν ακολουθείται συνήθως μετά από τέτοια μέτρα εκκένωσης, όπως συμβαίνει στη βουλιμία. Ωστόσο, και η δύο αυτές διαταραχές έχουν κοινό συναισθηματικό υπόβαθρο, με την έννοια ότι μπορεί να συνδέονται με συναισθήματα άγχους, κενότητας, θυμού, θλίψης και μοναξιάς, τα οποία το άτομο προσπαθεί να διαχειριστεί ή να αποφύγει μέσα από την κατανάλωση φαγητού.
Όσο διαρκεί το υπερφαγικό επεισόδιο, το άτομο πιθανώς να αισθάνεται μονωμένο απέναντι στα δύσκολα αυτά συναισθήματα, δηλαδή μία αίσθηση ανακούφισης. Ωστόσο, μόλις τελειώσει το φαγητό, τα συναισθήματα αυτά επιστρέφουν με μεγαλύτερη ένταση, ενω επιπλέον το άτομο μπορεί να αισθάνεται ντροπή, ενοχή, αηδία, περισσότερη θλίψη και θυμό. Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος απο τον οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεφύγει, χωρίς μάλιστα τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας. Μέσα από την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, θεραπευτής και θεραπευόμενος συνεργάζονται για την ανάδειξη, αναγνώριση και επεξεργασία των συναισθηματικών ζητημάτων που οδηγούν σε αυτές τις διαταραχές της διατροφής, με στόχο την μείωση ή και εξάλειψή τους.
댓글